- φειδιακός
- -ή, -ό / φειδιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Φειδίας]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γλύπτη Φειδία2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον γλύπτη Φειδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φειδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φειδία (τον ξακουστό γλύπτη της αρχαίας Ελλάδας): Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς ήταν φειδιακό δημιούργημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φειδιακόν — Φειδιακός made by Phidias masc acc sg Φειδιακός made by Phidias neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φειδιακήν — Φειδιακός made by Phidias fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek